Coyot: Ο συνθέτης των summer hits

Συνδυάζει αριστοτεχνικά την παραδοσιακή μουσική με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά στοιχεία, τον Βασίλη Τσιτσάνη με τα δυνατά beats – Ο Παναγιώτης Δημόπουλος προτίμησε τις νότες από τα Οικονομικά και έγινε ο Ελληνας μουσικός παραγωγός που έχει καταλάβει τα ευρωπαϊκά charts

O Παναγιώτης Δημόπουλος δεν ήταν παιδί-θαύμα, ούτε προέρχεται από μουσική οικογένεια. Ηταν απλώς πολύ ζωηρός και είχε περιέργεια για όλα. Η μουσική πηγάζει από μέσα του και κάθε σκηνή της καθημερινής του ζωής έχει τον δικό της ρυθμό, τον οποίο δεν είχε ακούσει ποτέ στο ραδιόφωνο, ένα beat που παίζει συνεχώς μέσα στο κεφάλι του. Ολα ξεκαθάρισαν όταν τυχαία στο σπίτι του θείου του άκουσε έναν δίσκο του Ζαν Μισέλ Ζαρ – η μελωδία τον συνεπήρε και οι άναρχες σκέψεις έγιναν ένα τραγούδι.

Μαγεύτηκε αμέσως, αυτό ήταν το καλλιτεχνικό του βάπτισμα και το βασικό του ερέθισμα για να αφοσιωθεί στην ηλεκτρονική μουσική. Τίποτε άλλο δεν τον ξεσήκωνε περισσότερο, αυτή η μελωδία έγινε εμμονή, τόσο έντονη που οι γονείς του, ανήσυχοι πια με τη συμπεριφορά του, τον σταμάτησαν από τα μαθήματα αρμονίου προκειμένου να συγκεντρωθεί στα μαθήματά του, τα οποία σχεδόν είχε εγκαταλείψει. Στο κυνήγι της επαγγελματικής αποκατάστασης, οι γονείς του ήταν απόλυτοι: έπρεπε να σπουδάσει, να έχει ένα πτυχίο στα χέρια του. Εκείνος τους έκανε το χατίρι -πήρε ένα πτυχίο και τρία μεταπτυχιακά στα Οικονομικά και το Μάρκετινγκ-, αλλά η ζωή και η μουσική είχαν άλλα σχέδια για εκείνον.

coyot_gala_in__2_

Πώς έγινε η μετάβαση από τις διεθνείς σπουδές και μια καριέρα στα Οικονομικά στη μουσική; «Ολοι οι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν, όχι όμως κάτι που τους αρέσει πραγματικά, αλλά κάτι που πιστεύουν ότι θα είναι καλό για το μέλλον τους. Οπότε είπα ότι θα σπουδάσω Οικονομικά, όπως ήθελαν οι δικοί μου, αλλά παράλληλα θα κάνω και αυτό που με εκφράζει. Στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου πήρα το πρώτο μου συνθεσάιζερ, στο δεύτερο έτος πήρα μερικά ακόμα και παράλληλα με τις σπουδές μου άρχισα να γράφω μουσική και να παίζω ως dj στην Αγγλία. Η μετάβαση ήταν εντελώς φυσική και η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβα καν πώς ξεκίνησα να γράφω μουσική και πώς κατέληξα να γίνω επαγγελματίας μουσικός», ομολογεί. Ετσι, ο Παναγιώτης έγινε Coyot, ξανασυστήθηκε, πέταξε τα αυστηρά κοστούμια και τον χαρτοφύλακα, μπήκε στο στούντιο ηχογράφησης και από το 2001, οπότε και κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ στη Μεγάλη Βρετανία, οι επιτυχίες άρχισαν να έρχονται η μία μετά την άλλη. Ο Παναγιώτης κρύβεται επίσης πίσω από πολλά hits Ελλήνων και διεθνών καλλιτεχνών.

Το 2018 έγραψε το τραγούδι που άλλαξε τα πάντα στην προσωπική του μουσική καριέρα. Το «Love myself on the weekend» κυκλοφόρησε παγκοσμίως από την Ultra Music, σε αρκετές χώρες ψηφίστηκε ως ένα από τα καλύτερα τραγούδια της τελευταίας δεκαετίας και η αλήθεια είναι ότι σάρωσε και έγινε καλοκαιρινός ύμνος.

«Δεν μπορώ να πω ότι με άγχωσε το ότι έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία, αλλά μπορώ να πω ότι χάρηκα πολύ που το αγκάλιασε ο κόσμος. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα είχε τόσο μεγάλη απήχηση ή ότι θα το υπέγραφα σε ένα από τα μεγαλύτερα labels όπως η αμερικανική Ultra Music. Ηταν ένα τραγούδι που είχα στο συρτάρι πολλά χρόνια», λέει με ένοχο χαμόγελο. Αρχικά κανείς δεν φαντάστηκε ότι αυτό το κομμάτι ήταν ελληνικής παραγωγής, ίσως λόγω του ξένου στίχου, όμως η μελωδία ήταν ολότελα εγχώρια. Πώς γεννήθηκε αυτή η επιτυχία και πώς μέσα της τρύπωσαν ο Βασίλης Τσιτσάνης και το «Μπαξέ Τσιφλίκι»; «Πριν από μερικά χρόνια κι ενώ είχα πάθει το λεγόμενο “artist’s block”, άκουγα διάφορους φακέλους στον υπολογιστή με παλιά ελληνικά τραγούδια. Εκεί όλως τυχαίως άκουσα το “Μπαξέ Τσιφλίκι” του Τσιτσάνη και μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η εισαγωγή του τραγουδιού. Χρησιμοποίησα μόνο τα πρώτα μέτρα της εισαγωγής και άρχισα να τα δουλεύω στο πρόγραμμα όπου γράφω μουσική. Eτσι, αναπάντεχα προέκυψε το “Love myself on the weekend”».

Μετά τον Τσιτσάνη ήρθε και ο Ικαριώτικος. Το πρόσφατο hit «Remember» παρέμεινε αρκετούς μήνες στο top 5 του Airplay Chart σε Ελλάδα και Βουλγαρία, ενώ ακούστηκε και σε Ρουμανία, Κροατία και Ρωσία. Οσο για την τελευταία κυκλοφορία του «Why», σε συνεργασία με τους The Prince Karma και Kallay Saunders, μέσα σε λίγες ημέρες βρέθηκε να φιγουράρει στο top 5 του ελληνικού Shazam Chart και Youtube. Τον ρωτάω ποιο ελληνικό τραγούδι θα αναλάβει να μας ξανασυστήσει καλλιτεχνικά, αλλά και πώς αντιδρούν στο εξωτερικό όταν ακούγονται οι ελληνικοί ήχοι στα τραγούδια του.

«Δουλεύω ήδη πολλά τραγούδια, ανάμεσά τους και κάποια ελληνικά που τα διασκευάζω. Ενα από αυτά και πάρα πολύ αγαπημένο είναι το “Μαύρα μου μάτια” του Βασίλη Σκουλά, το οποίο σκοπεύω να παρουσιάσω σύντομα στην Κρήτη για να δω αντιδράσεις. Οι παραγωγοί του εξωτερικού δεν καταλαβαίνουν τόσο πολύ τα ελληνικά στοιχεία σε ένα τραγούδι, αλλά τους φαντάζει κάτι εξωτικό και αρκετά ενδιαφέρον. Το feedback που έχω πάρει είναι αρκετά θετικό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο συνδυασμός αυτός αρέσει σε πάρα πολύ κόσμο εντός και εκτός Ελλάδας».

coyot_gala_in__1_

Ο ήχος του μέλλοντος

Η μουσική είναι απρόβλεπτη, ίσως αυτή να είναι και η μαγεία της. Πρόσφατο παράδειγμα είναι η Κέιτ Μπους. Η επιτυχία της «Running up that hill» ανέβηκε ξανά στο No1 των τσαρτ όταν ακούστηκε σε ένα επεισόδιο της σειράς «Stranger things». Τα καλά τραγούδια θα ακούγονται πάντα ή μήπως είναι η εποχή που έχουμε ανάγκη από νέο ήχο αλλά δεν βρίσκουμε κάτι ξεχωριστό; «Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι από τα αγαπημένα μου. Θα πρέπει να πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Netflix που το ανέδειξε ξανά ώστε να το μάθουν οι νέοι. Κάθε εποχή έχει τα δικά της υπέροχα τραγούδια. Γι’ αυτό αν θες να εκτιμήσεις τα σημερινά τραγούδια, θα πρέπει να ακούσεις και παλιότερα, μουσική από τις δεκαετίες του ’30, του ’40, του ’50 μέχρι σήμερα. Σε βοηθάει να εμπλουτίσεις τη μουσική σου γνώση, να εκτιμήσεις και να διαχωρίσεις την καλή μουσική», απαντά ενώ σιγοτραγουδάει το ρεφρέν χαμογελώντας.

Ο ίδιος στο σπίτι του ακούει τζαζ (!), ξεχωρίζει την Ελα Φιτζέραλντ, τον Λούις Αρμστρονγκ και την Ντίνα Γουάσινγκτον, αλλά θα ήθελε να συνεργαστεί με τον Μακ ΝτεΜάρκο και τον Σαμ Σμιθ, ενώ λατρεύει τον Black Coffee. Στην Ελλάδα, αλήθεια, τι γίνεται; Εχουμε έργο νεότερων καλλιτεχνών που θα θέσει νέες καλλιτεχνικές βάσεις; «Από Ελληνες καλλιτέχνες έχω την τύχη μέσα από τη δισκογραφική εταιρεία μου (σ.σ.: Down2Earth) να συνεργάζομαι με πάρα πολύ καλούς Ελληνες παραγωγούς όπως είναι ο Claydee, ο Ted Economou και πολλοί άλλοι. Πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει πολλούς αξιόλογους καλλιτέχνες που κάνουν καριέρα στο εξωτερικό και πειραματίζονται αρκετά στην ηλεκτρονική μουσική. Η ελληνική μουσική δεν είναι μόνο το συρτάκι και το μπουζούκι. Εχει αρκετά όργανα όπου μπορείς να πειραματιστείς, όπως το σουραύλι, η μαντούρα, η τσαμπούνα, το λαγούτο».

Ποιος είναι όμως ο ήχος του μέλλοντος; Η ηλεκτρονική μουσική; Η τραπ; «Ο ήχος του μέλλοντος δεν ξέρω ποιος θα είναι, αλλά αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι μπορούμε να τον δημιουργήσουμε. Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι ο ήχος θα επηρεάζεται πάντα από τις καταστάσεις που βιώνουμε: τις πανδημίες, τους πολέμους, τα τεχνολογικά επιτεύγματα, την οικονομική κρίση και όσα συμβαίνουν γύρω μας. Η τραπ έχει τις ρίζες της στη χιπ χοπ. Αν και μεγάλος φαν της old school χιπ χοπ, η σημερινή τραπ δεν με ενθουσιάζει. Προτιμώ στίχους με ουσία, με μηνύματα που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο και εμάς τους ίδιους».

coyot_gala_xr

Το φετινό καλοκαίρι οργώνει την Ελλάδα με τα live του, με σταθμούς στην Κρήτη, τη Λευκάδα και την Κέρκυρα μεταξύ άλλων. Ο Coyot είναι ο Παναγιώτης και ο Παναγιώτης είναι ο Coyot. Οι ομοιότητές του με το κογιότ, τον ήρωα καρτούν, απ’ όπου και το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο, είναι πολλές: τρέχει γρήγορα, είναι συνεχώς σε εγρήγορση, απολαμβάνει να συμμετέχει σε καλλιτεχνικές αγέλες και αναζητά διαρκώς νέα μουσικά θηράματα. Το χαρακτηριστικό κάλεσμα των κογιότ, το οποίο τη νύχτα συχνά εξελίσσεται σε μια ξεχωριστή κυνική χορωδία, είναι η δική του μελωδία, εκείνη που ακούει στο κεφάλι του από μικρός. Αν ο ίδιος ήταν πράγματι κογιότ, τότε το δικό του κάλεσμα θα είχε ήχους ηλεκτρονικούς και τζαζ, σαν τη μουσική που του αρέσει να δημιουργεί και να απολαμβάνει ο κόσμος ◆

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours