Ο Νίκος Οικονομίδης έγραψε το Γλέντι για τον κόσμο, όχι για να γίνει σουξέ

Όταν σκάει «το Γλέντι» στο γλέντι, από την πρώτη κιόλας νότα στο βιολί, σύσσωμο το κοινό δονείται, χορεύει και στροφάρει. Για άλλο ένα καλοκαίρι, το άσμα του Νίκου Οικονομίδη και της Κυριακής Σπανού ταξίδεψε σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδας, σε ατελείωτες νύχτες σύγχυσης και γέλιου.

Οι Υδρογονάνθρακες μπορεί να κορέστηκαν, αλλά «το Γλέντι» καλά κρατεί. Στη χώρα που δεν αγαπάει και πολύ την κατσίκα του γείτονα, αν επιτρέπεις στον εαυτό σου λαϊκές απολαύσεις, κατηγορείσαι για φασεϊσμό από τους μίζερους δικαστές των πληκτρολογίων που δικάζουν καθισμένοι στα λευκά πλαστικά τραπέζια.

Ο Νίκος Οικονομίδης δεν άφησε ποτέ κανέναν και καμία έξω από «το Γλέντι». Αντιθέτως, ευχαριστεί ανεξαιρέτως τον μουσικό κόσμο που ασχολήθηκε και διασκεύασε το τραγούδι του. Από τη Γωγώ Τσαμπά και τους Onirama, μέχρι την Ιουλία Καραπατάκη και τον Κωνσταντίνο Αργυρό.

Δεν τον ενδιέφερε η μεγάλη επιτυχία, ούτε τον απασχόλησε η φήμη. Αρκούσε σε εκείνον και στην Κυριακή Σπανού να βλέπουν τον κόσμο να χορεύει και να περνάει καλά.

«Το Γλέντι» γράφτηκε το 2006, σε μια εποχή που η Ελλάδα γλένταγε, γενικώς και αδιακρίτως. Ένα γλέντι που δε γέρασε και πολύ καλά. Σε αντίθεση με το τραγούδι του Νίκου Οικονομίδη που δύο δεκαετίες μετά την πρώτη κυκλοφορία του, πηγαίνει τάπα. «Εκείνες τις μέρες, μεσουρανούσε ο Φοίβος», λέει στο OneMan ο δημιουργός του.

«Το Γλέντι διακρίθηκε και όσοι συνάδελφοι το είπαν βοήθησαν να πάει και εκτός νησιώτικης εμβέλειας. Έχει αυτά που χρειάζεται ένα γλέντι, έχει όλα όσα χρειάζονται για να πάει πολύ μακριά, με την αξία του. Αντιδρώ πολύ φυσιολογικά γιατί το έχω ξαναπάθει και νωρίτερα αυτό, στο “Γιάντα να μη θέλεις γιάντα” και στο “Ώπα- Ώπα”, τραγούδια που είχαν γίνει πανελλήνιες επιτυχίες.

Όταν ξεκίνησα να γράφω το Γλέντι είπα ότι θέλω να γράψω ένα τραγούδι που θα είναι του χορού. Χρησιμοποίησα μαθηματικά και μια δική μου κλίμακα που το έκανε σημερινό και σύγχρονο. Εκείνη την εποχή που το έβγαλα, μεσουρανούσε ο Φοίβος. Ένας φίλος μου λέει ότι “ναι μωρέ, καλό είναι, αλλά ο στίχος…”. Του λέω ότι θέλει τον χρόνο του. Και ο χρόνος του ήρθε», μου λέει ο Νίκος Οικονομίδης.

Γεννημένος στις μικρές Κυκλάδες, με καταγωγή από τη Σχοινούσα, μεγάλωσε πλάι σε γνωστούς βιολάτορες. Πήγε δημοτικό στο νησί αλλά το μεγάλο σχολείο ήταν τα πανηγύρια και τα λαϊκά γλέντια.

Με προτροπή του Διονύση Σαββόπουλου, σπούδασε κλασσικό βιολί στο Ωδείο Αθηνών με την Ισμήνη Χρυσοχόου – Κάρτερ και στο Εθνικό δείο με τον Κώστα Σέτα. Τώρα πια, σπάνια γυρνάει στη γενέτειρα.

Έχει λάβει μέρος σε διεθνή φεστιβάλ, έχει διδάξει παραδοσιακή μουσική στο “University of Southern Main”, έχει παρουσιάσει το μουσικό έργο του σε κεντρικά θέατρα της Νέας Υόρκης, του Σικάγου και της Βοστόνης. Ωραία τα λάβαρα, αλλά υπάρχει κάτι που αιωρείται πάνω από την οροφή. Το αίσθημα ότι υπηρετεί πιστά την παραδοσιακή μουσική.

«Από μικρό παιδί είχα αυτό το ψώνιο. Αν δεν το έχεις, δεν αποδίδεις. Χαίρομαι που τα τραγούδια μου έχουν αυτή τη διαχρονικότητα. Δεν υπάρχει γλέντι χωρίς το “ώπα ώπα σ’ αγαπώ μα δε σου το πα”. Έγραφα τότε “σαν τον ουρανό φαντάζεις”. Άντε τώρα το μυαλό μου τι σκεφτόταν.

Θυμάμαι ότι έκανα τρία χρόνια για να βρω το ρεφρέν. Το βρήκα. Πολλά τραγούδια δεν τελειώνουν για μένα. Θέλει αυτοκριτική όταν γράφεις τραγούδια. Να είσαι ταπεινός και να ξέρεις αν πρέπει ή όχι να το βγάλεις. Είναι καλό ή όχι; Να το βγάλω ή όχι;

Αν δεν προτείνω μια ωραία αισθητική, δεν το βγάζω για να μην αλλοιώσει την εικόνα των παιδιών γύρω από τη μουσική. Να είναι όμορφο, να έχει ήθος. Αν είναι να σηκωθεί ο άλλος να χορεύει τσιφτετέλι, το απορρίπτω. Θέλω να έχει την αισθητική της παράδοσης», μου λέει και γυρνάμε πίσω στα του Γλεντιού.

«Το έχω ακούσει σε όλες τις παραλλαγές, από τζαζ μέχρι εκτελέσεις μέταλ, με ανάλογο ήχο κι άλλη άποψη. Είναι ένα τραγούδι και ένα ωραίο θέμα. Είναι ελεύθερος σκοπευτής αυτό το κομμάτι, πάει μόνο του. Γράφω τραγούδια να είναι όμορφα, να τα αγαπάει ο κόσμος. Δε με ενδιαφέρει να ξέρουν τον Οικονομίδη. Νιώθω ταπεινός εργάτης της παραδοσιακής μουσικής. Δε με ενδιαφέρει να φανώ. Εσείς με πήρατε τηλέφωνο, δε σας πήρα εγώ (γέλια).

Εκφράζει ένα κίνημα που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα γύρω από το γλέντι και τον χορό, το οποίο δεν είναι τοπικιστικό. Έτσι το είχα σκεφτεί κι εγώ. Το είχα βάλει στο Αντικέρι, το οποίο είναι πιο παραδοσιακό στυλ και έλεγα στη γυναίκα μου ότι “θα έρθει και η ώρα για το γλέντι”.

Σε εμάς στα νησιά αυτά τα τραγούδια γίνονται επιτυχίες. Μεταδόθηκε με γεωμετρική πρόοδο και πήγε παντού, μέχρι και στο εξωτερικό. Μου ζητάνε άδειες μέχρι και από το εξωτερικό. Περπατάει μόνο του. Δεν είμαι σε εταιρείες, με ενδιαφέρει να γράφω ωραία τραγούδια που να γεννάνε αναμνήσεις. Έρχονται νέοι άνθρωποι και μου λένε ότι θέλουν να τραγουδήσω στον γάμο τους επειδή γνωρίστηκαν και πρωτοχόρεψαν με τα δικά μου τραγούδια», αναφέρει.

Ο όρος viral είναι μικρός για να περιγράψει τη διάδοση του Γλεντιού από τα πανηγύρια μέχρι το TikTok. Τον ενοχλούν εκείνοι που πιστεύουν ότι το τραγούδι του κούρασε; Καθόλου.

«Δε με απασχολεί, το τραγούδι είναι διαχρονικό. Κανείς δεν το βαρέθηκε ποτέ. Αν κάποιοι συνάδελφοι το λένε πρόχειρα ή γίνεται υπερβολική προβολή, ή αν ο αλγόριθμος το βγάζει συνεχώς, αυτά είναι άλλα ζητήματα που δε με απασχολούν. Και παντεσπάνι αν δώσεις σε κάποιον και φάει πολύ, θα βαρυστομαχιάσει.

Διαβαστε περισσοτερα

About Author

Share via
Copy link