Στο “Υπάρχω” ο Χρήστος Μάστορας γίνεται ένας αληθινά πειστικός Στέλιος Καζαντζίδης

Ο Στέλιος Καζαντζίδης αφηγείται τη ζωή του σε δημοσιογράφο, από το μεγάλωμά του σε συνθήκες φτώχειας μέχρι την άνοδό του στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού της μεταπολεμικής Ελλάδας, την κυριαρχία του στη Νύχτα, και τους έρωτές του με την Καίτη Γκρέυ και την Μαρινέλλα. Φτάνοντας μέχρι και την θριαμβευτική κυκλοφορία του Υπάρχω.

Συνεχίζοντας την παράδοση των καλογυρισμένων, στιβαρών μεγάλου μπάτζετ παραγωγών που έρχονται τα τελευταία χρόνια να προσφέρουν ποιοτικό, λαϊκό θέαμα (από την “Ευτυχία” μέχρι την “Σμύρνη Μου Αγαπημένη”), το “Υπάρχω” αναλαμβάνει να φέρει στη μεγάλη οθόνη την ιστορία της πιο εμβληματικής ίσως φωνής της σύγχρονης Ελλάδας. Από εκείνα τα πρόσωπα που λέμε συχνά πως, αν ήμασταν στο Χόλιγουντ θα είχαν γίνει γι’αυτόν ήδη όχι μία, αλλά τρεις ταινίες.

Η ταινία ακολουθεί μια συμβατική δομή επεισοδίων από όλη τη ζωή του Καζαντζίδη, τονίζοντας μεν σωστά την φτωχή του προέλευση, αλλά και ταυτόχρονα στριμώχνοντας πολλά «λήμματα» το ένα μετά το άλλο με τρόπο συχνά αμήχανο ως προς το ρυθμό και την εστίαση της ιστορίας. Εκεί όμως που το φιλμ πραγματικά ζωντανεύει είναι μέσα από τη ματιά του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, σε ένα σπουδαίο ταίριασμα υλικού με σκηνοθέτη.

Από το ντοκιμαντέρ “Μέγαρα” του ‘74 μέχρι τις διαφόρων ειδών και εποχών φιξιόν ταινίες του (“Πίσω Πόρτα”, “Ο Εχθρός Μου”, “Άντε Γεια…”) ο Τσεμπερόπουλος όχι μόνο δεν έχει κάνει μέτρια ταινία στην καριέρα του, αλλά έχει αναπτύξει και ένα απόλυτα προσωπικό κινηματογραφικό βλέμμα, στον τρόπο με τον οποίο αναζητά μελαγχολικά κοιτάγματα, στιβαρές κινήσεις και (λαϊκούς) ήρωες μέσα σε μεταβαλλόμενα κοινωνικά περιβάλλοντα.

Στα έργα του υπάρχει πάντα κίνηση και λεπτομέρεια και αλήθεια, από το πώς κοιτάζει τα πρόσωπα των ηρώων του μέχρι τη ζωντάνια και την αίσθηση αυθεντικότητας στα αστικά σκηνικά – από φτωχικά σπίτια μέχρι τραπέζια μιας μερακλίδικης παρέας σε κάποιο μαγαζί, κι από τις κινήσεις των εργατών στο τέλος μιας βάρδιας μέχρι κορμιά που έλκονται με ωμότητα και πάθος. Ακόμα και μέσα από μια υπερβολικά γυαλιστερή και «καθαρή» χροιά της εικόνας του Γιάννη Δρακουλαράκου (“Ευτυχία”), ο Τσεμπερόπουλος βρίσκει μια απολύτως αναγκαία αίσθηση τραχύτητας.

Μέσα από αυτή τη ματιά, ακόμα και συμβατικά κομμάτια αφηγηματικά αναμενόμενης βιογραφίας αποκτούν νέο ενδιαφέρον, ζωντάνια και αμεσότητα. Εδώ, το υπαρξιακό βάρος του Καζαντζίδη το νιώθεις στο πώς δεν τον χωράει ο κόσμος του, στο πώς πάντα κυνηγά μια αδύνατη άσκηση ισορροπίας: Είναι σαν την ίδια στιγμή να θέλει να φύγει μακριά από κόσμο στον οποίο γεννήθηκε (ή ανήκει!) αλλά και διαρκώς να επιστρέφει σε αυτόν – επειδή τελικά, βαθιά μέσα, είμαστε αυτοί που είμαστε.

Είναι ένα μεστό λαϊκό προφίλ, που συν τοις άλλοις δεν φοβάται την αγριάδα της εποχής και της συγκεκριμένης προσωπικότητα, σε συμπεριφορές και σε κινήσεις – από τον απότομο Καζαντζίδη που όλα μοιάζουν να του φταίνε, μέχρι την ωμή έκφραση πάθους ή θυμού. Σε αυτό τον περίπλοκο ρόλο, ο Χρήστος Μάστορας αποδεικνύεται μια ομολογουμένως αναπάντεχα πετυχημένη επιλογή κάστινγκ. Είναι τόσο αφοσιωμένος και τόσο βυθισμένος μες στην περσόνα του Καζαντζίδη, που νιώθεις σαν κι ο ίδιος να είχε ξεχάσει ποιος είναι.

Δεν κατέχει τις τεχνικές δεξιότητες που θα επέτρεπαν σε έναν βετεράνο ηθοποιό να σε συνεπάρει και να ξεχάσεις τι βλέπεις, οπότε ποντάρει στο άκρως αντίθετο: Σε βυθίζει μέσα μαζί του. Εκμεταλλεύεται τα όποια κοινά βιώματα για να παίξει με τη φωνή και τη γλώσσα του σώματος, αλλά δε λύνεται ποτέ κι αυτό περιέργως λειτουργεί, έρχεται σε συμφωνία με έναν ήρωα που έμοιαζε διαρκώς να βρίσκεται σε πάλη με το είναι του. Σε αυτό το ρόλο, ο Μάστορας είναι αυτό που λέμε in the zone, και μαζί του εκεί μεταφερόμαστε κι εμείς.

Δίπλα του, η θεατρικότητα της Κλέλιας Ρένεση ως Καίτη Γκρέυ μάλλον δεν λειτουργεί εξίσου καλά (αν και έχει κάποιες απολαυστικές στιγμές), ενώ πολύ δυναμική και θετική παρουσία είναι αυτή της Ασημένιας Βουλιώτη στον σαφώς πιο πολυδιάστατο ρόλο της Μαρινέλλας. Και τελικά σε ένα καλλιτεχνικό σύνολο που καταφέρνει να σταθεί με αξιώσεις απέναντι στην περσόνα του Καζαντζίδη, τοποθετώντας τον στο κέντρο μιας ιστορίας για τις ρίζες –τελικά– της ίδιας της σύγχρονης Ελλάδας.

About Author

Share via
Copy link